ανεξαρτησία
[aneksartiˈsia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Unabhängigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανεξαρτησίαSelbstständigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανεξαρτησίαανεξαρτησία