ανεξάρτητος
[aneˈksartitos], ανεξάρτητη, ανεξάρτητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unabhängig (από von)ανεξάρτητοςselbstständigανεξάρτητοςανεξάρτητος
examples
- ανεξάρτητη ενέργειαθηλυκό | Femininum, weiblich fEinzelaktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανεξάρτητη κατοικίαθηλυκό | Femininum, weiblich fEinzelhausουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- ανεξάρτητο κράτοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nEinzelstaatαρσενικό | Maskulinum, männlich m