„ανεξάρτητα“: επίρρημα ανεξάρτητα [aneˈksartita]επίρρημα | Adverb adv Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unabhängig unabhängig ανεξάρτητα ανεξάρτητα examples ανεξάρτητα από το αν συμφωνούν unabhängig davon, ob sie zustimmen ανεξάρτητα από το αν συμφωνούν