„ανεμόσκαλα“: θηλυκό ανεμόσκαλα [aneˈmoskala]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Strickleiter Strickleiterθηλυκό | Femininum, weiblich f ανεμόσκαλα ανεμόσκαλα