„ανεμοπορία“: θηλυκό ανεμοπορία [anemopoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Segelflug Segelflugαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανεμοπορία ανεμοπορία