„ανεμοκίνητος“ ανεμοκίνητος [anemoˈkjinitos], ανεμοκίνητη, ανεμοκίνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) mit Windantrieb mit Windantrieb ανεμοκίνητος ανεμοκίνητος