ανεμιστήρας
[anemisˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Ventilatorαρσενικό | Maskulinum, männlich mανεμιστήραςLüfterαρσενικό | Maskulinum, männlich mανεμιστήραςανεμιστήρας
examples
- ανεμιστήρας οροφήςDeckenventilatorαρσενικό | Maskulinum, männlich m