„ανελλιπής“ ανελλιπής [aneliˈpis], ανελλιπής, ανελλιπέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vollständig, lückenlos vollständig, lückenlos ανελλιπής ανελλιπής