ανελκύω
[anelˈkjio]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- hinaufziehenανελκύωανελκύω
- flottmachenανελκύω ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτανελκύω ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ