ανελέητος
[aneˈleitos], ανελέητη, ανελέητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- schonungslosανελέητοςανελέητος
examples
- ανελέητη συμπεριφοράθηλυκό | Femininum, weiblich fRücksichtslosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f