„ανεκρίζωτος“ ανεκρίζωτος [aneˈkrizotos], ανεκρίζωτη, ανεκρίζωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) unausrottbar unausrottbar ανεκρίζωτος ανεκρίζωτος