αναψυκτικό
[anapsiktiˈko]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Erfrischungsgetränkουδέτερο | Neutrum, sächlich nαναψυκτικόSoftdrinkαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναψυκτικόαναψυκτικό