„αναψυκτήριο“: ουδέτερο αναψυκτήριο [anapsikˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Erfrischungsraum Erfrischungsraumαρσενικό | Maskulinum, männlich m αναψυκτήριο αναψυκτήριο