„αναχωματίζω“: μεταβατικό ρήμα αναχωματίζω [anaxomaˈtizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) zuschütten zuschütten αναχωματίζω αναχωματίζω