„αναφλέγομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αναφλέγομαι [anaˈfleɣome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) verglühen verglühen αναφλέγομαι αναφλέγομαι