αναφαίρετος
[anaˈferetos], αναφαίρετη, αναφαίρετοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unveräußerlichαναφαίρετος δίκαιοαναφαίρετος δίκαιο
Thank you for your feedback!