„ανατριχιαστικός“ ανατριχιαστικός [anatriçastiˈkos], ανατριχιαστική, ανατριχιαστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) gruslig grus(e)lig ανατριχιαστικός ανατριχιαστικός