„ανατριχίλα“: θηλυκό ανατριχίλα [anatriˈçila]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schauder, Grauen, Gänsehaut Schauderαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατριχίλα Grauenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανατριχίλα ανατριχίλα Gänsehautθηλυκό | Femininum, weiblich f ανατριχίλα δέρματος ανατριχίλα δέρματος