ανατρέχω
[anaˈtrexo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- zurückreichenανατρέχω μνήμη, αρχείαανατρέχω μνήμη, αρχεία
examples
- ανατρέχω σε κάτιzurückgreifen auf etwas+αιτιατική | +Akkusativ +akk