„ανατοκισμός“: αρσενικό ανατοκισμός [anatokjizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Zinseszins Zinseszinsαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανατοκισμός ανατοκισμός