„ανατίναξη“: θηλυκό ανατίναξη [anaˈtinaksi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sprengung Sprengungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανατίναξη ανατίναξη