ανατίμηση
[anaˈtimisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Preiserhöhungθηλυκό | Femininum, weiblich fανατίμησηανατίμηση
- Aufwertungθηλυκό | Femininum, weiblich fανατίμηση νομίσματοςανατίμηση νομίσματος