„ανασυντάσσω“: μεταβατικό ρήμα ανασυντάσσω [anasinˈdaso]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) umgruppieren umgruppieren ανασυντάσσω ανασυντάσσω