αναστολή
[anastoˈli]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einstellungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναστολή εμπόριο | Handelεμπαναστολή εμπόριο | Handelεμπ
- Hemmungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναστολήαναστολή
- Aufschubαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναστολή νομικός όρος | Rechtswesenνομαναστολή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Bewährungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναστολή νομικός όρος | Rechtswesenνομαναστολή νομικός όρος | Rechtswesenνομ
examples
- με αναστολήauf Bewährung
- Gnadenfristθηλυκό | Femininum, weiblich f