„αναστενάζω“: αμετάβατο ρήμα αναστενάζω [anasteˈnazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) seufzen, ächzen seufzen, ächzen αναστενάζω αναστενάζω