αναστέλλω
[anaˈstelo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- einstellenαναστέλλω σταματώαναστέλλω σταματώ
- hemmenαναστέλλω εμποδίζωαναστέλλω εμποδίζω
- drosselnαναστέλλω ταχύτητααναστέλλω ταχύτητα