„αναστάτωση“: θηλυκό αναστάτωση [anasˈtatosi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufregung, Erregung, Aufruhr Aufregungθηλυκό | Femininum, weiblich f αναστάτωση ταραχή αναστάτωση ταραχή Erregungθηλυκό | Femininum, weiblich f αναστάτωση διέγερση αναστάτωση διέγερση Aufruhrαρσενικό | Maskulinum, männlich m αναστάτωση πλήθους αναστάτωση πλήθους