„ανασκουμπώνω“: μεταβατικό ρήμα ανασκουμπώνω [anaskumˈbono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) aufkrempeln aufkrempeln ανασκουμπώνω μανίκια ανασκουμπώνω μανίκια