„ανασκαλεύω“: αμετάβατο ρήμα | μεταβατικό ρήμα ανασκαλεύω [anaskaˈlevo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i &μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) buddeln buddeln ανασκαλεύω ανασκαλεύω