„ανασαίνω“: μεταβατικό ρήμα | αμετάβατο ρήμα ανασαίνω [anaˈseno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) atmen, aufatmen atmen ανασαίνω ανασαίνω aufatmen ανασαίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ανασαίνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ