„ανασήκωμα“: ουδέτερο ανασήκωμα [anaˈsikoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Achselzucken examples ανασήκωμα των ώμων Achselzuckenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανασήκωμα των ώμων