αναρρόφηση
[anaˈrofisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Saugkraftθηλυκό | Femininum, weiblich fαναρρόφησηSogαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναρρόφησηαναρρόφηση