„αναρμοδιότητα“: θηλυκό αναρμοδιότητα [anarmoðiˈotita]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Inkompetenz Inkompetenzθηλυκό | Femininum, weiblich f αναρμοδιότητα αναρμοδιότητα