„αναποδιές“: πληθυντικός θηλυκού αναποδιέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Unannehmlichkeiten Unannehmlichkeitenπληθυντικός | Plural pl αναποδιές αναποδιές