αναπνευστήρας
[anapnefsˈtiras]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Beatmungsgerätουδέτερο | Neutrum, sächlich nαναπνευστήραςαναπνευστήρας
- Schnorchelαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναπνευστήρας σωλήναςαναπνευστήρας σωλήνας