„αναπληρώνω“: μεταβατικό ρήμα αναπληρώνω [anapliˈrono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) vertreten, ersetzen, nachholen vertreten αναπληρώνω κάποιον αναπληρώνω κάποιον ersetzen αναπληρώνω κάτι αναπληρώνω κάτι nachholen αναπληρώνω ό,τι παρέλειψα αναπληρώνω ό,τι παρέλειψα