ανανεώσιμος
[ananeˈosimos], ανανεώσιμη, ανανεώσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erneuerbarανανεώσιμοςανανεώσιμος
examples
- ανανεώσιμες πηγέςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl ενέργειεςregenerative Energiequellenπληθυντικός | Plural pl
-