„ανανεωτικός“ ανανεωτικός [ananeotiˈkos], ανανεωτική, ανανεωτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) herzerfrischend herzerfrischend ανανεωτικός ανανεωτικός