αναμόρφωση
[anaˈmorfosi]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Umbauαρσενικό | Maskulinum, männlich mαναμόρφωσηαναμόρφωση
- Um-, Neugestaltungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναμόρφωσηαναμόρφωση