αναμφίβολος
[anamˈfivolos], αναμφίβολη, αναμφίβολοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- unzweifelhaft, eindeutig, einwandfreiαναμφίβολοςαναμφίβολος
Thank you for your feedback!