„αναμένεται“: απρόσωπο ρήμα αναμένεται [anaˈmenete]απρόσωπο ρήμα | unpersönliches Verb v/unpers Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) es wird erwartet es wird erwartet (ότι dass) αναμένεται αναμένεται examples όπως αναμένεται erwartungsgemäß όπως αναμένεται αν και δεν αναμενόταν wider Erwarten αν και δεν αναμενόταν