αναλόγως
[anaˈloɣos]επίρρημα | Adverb advOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entsprechend (μεδοτική | Dativ dat)αναλόγωςαναλόγως
- … kommt darauf anαναλόγως εξαρτάταιαναλόγως εξαρτάται
Thank you for your feedback!