αναλόγιο
[anaˈlojio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Lesepultουδέτερο | Neutrum, sächlich nαναλόγιοRednerpultουδέτερο | Neutrum, sächlich nαναλόγιοαναλόγιο
Thank you for your feedback!