„ανακολουθία“: θηλυκό ανακολουθία [anakoluˈθia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Diskrepanz Diskrepanzθηλυκό | Femininum, weiblich f ανακολουθία ανακολουθία