„ανακατασκευή“: θηλυκό ανακατασκευή [anakataskjeˈvi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Aufarbeitung Aufarbeitungθηλυκό | Femininum, weiblich f ανακατασκευή ανακατασκευή