ανακαλύπτω
[anakaˈlipto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- entdeckenανακαλύπτω ίχνη, λάθοςανακαλύπτω ίχνη, λάθος
- herausfindenανακαλύπτω εξακριβώνωανακαλύπτω εξακριβώνω