„ανακάθομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα ανακάθομαι [anaˈkaθome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich aufrichten sich aufrichten ανακάθομαι ανακάθομαι