„αναισχυντία“: θηλυκό αναισχυντία [anesçinˈdia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schamlosigkeit Schamlosigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f αναισχυντία αναισχυντία