„αναιρέσιμος“ αναιρέσιμος [aneˈresimos], αναιρέσιμη, αναιρέσιμοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) widerlegbar widerlegbar αναιρέσιμος αναιρέσιμος