„αναιμία“: θηλυκό αναιμία [aneˈmia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Blutarmut, Anämie Blutarmutθηλυκό | Femininum, weiblich f αναιμία Anämieθηλυκό | Femininum, weiblich f αναιμία αναιμία